πρόσβορρος

πρόσβορρος
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -βορρος (< βορρᾶς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσβορρος — towards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσβορρον — πρόσβορρος towards masc/fem acc sg πρόσβορρος towards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβορροτάτοις — πρόσβορρος towards masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβορρόταται — πρόσβορρος towards fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβορρότεροι — πρόσβορρος towards masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρροις — πρόσβορρος towards masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρρους — πρόσβορρος towards masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρρων — πρόσβορρος towards masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρρῳ — πρόσβορρος towards masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσβορρα — πρόσβορρος towards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”